- κατέκτειναν
- κατακτείνωkillaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακτείνω — (Α) 1. φονεύω, σκοτώνω («τὴν μητέρ ... εἰ κατέκτονας», Αισχύλ.) 2. τραυματίζω σοβαρά, κακοποιώ («πληγαῑς ἱκαναῑς με κατέκτειναν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κτείνω «φονεύω»] … Dictionary of Greek